«Να καταλάβουμε τα πάντα»!


Κείμενα: Ε. Γαϊτάνου, Κ. Γούσης, Γ. Καλαμπόκας, Κ. Φουρίκος

Το Occupy κίνημα, το κίνημα των καταλήψεων στις ΗΠΑ και όχι μόνο, αποτελεί πλέον ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός που κανείς δε μπορεί να αγνοήσει. Εξαπλώνεται ταχύτατα, ριζοσπαστικοποιείται προχωρώντας στο Όκλαντ σε γενική απεργία μετά το βαρύ τραυματισμό διαδηλωτή του occupy από την αστυνομία, ενώ γρήγορα θα κληθεί να αναμετρηθεί με κρίσιμα και καθοριστικά για την προοπτική του ερωτήματα.

Πρόκειται για μια μεγάλη και πρωτότυπη κοινωνική διεργασία, που έβαλε κοινωνικό φραγμό στην ανάπτυξη του δεξιού επικίνδυνου λαϊκισμού του Tea Party.

Σ’ αυτή τη φάση συνδυάζει στοιχεία κριτικής στη διαφθορά, το 1% των τραπεζών, της Γουόλ Στριτ και των χρηματοπιστωτικών κολοσσών, σε αντιπαράθεση με το 99% της κοινωνίας. Τείνει αυθόρμητα σε μια αντικαπιταλιστική προσέγγιση, που μπορεί όμως να μείνει αφηρημένη γενικόλογη διαμαρτυρία ή και να ενσωματωθεί εκ νέου από τους Δημοκρατικούς, παρά την απογοήτευση από την πολιτική Ομπάμα. Την ίδια στιγμή συγκροτεί μιας πρώτης τάξης ευκαιρία συγκρότησης ενός νέου χώρου ριζοσπαστικής αριστερής κι εργατικής αμφισβήτησης με πλειοψηφική απεύθυνση, στα πλαίσια της κρίσης και των οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων. Παρά τις ιδιαιτερότητες και την ανισόμετρη ανάπτυξη που δεν πρέπει να υποτιμηθούν συγκροτεί ένα συνεχές με το νέο εξεγερσιακό κύκλο που άνοιξε με την αραβική άνοιξη, το Ουισκόνσιν, τους αγανακτισμένους, τους ηρωικούς ελληνικούς αγώνες, τα φοιτητικά κινήματα σε Αγγλία και Χιλή.

Ο προσανατολισμός είναι ανοικτός και οι νέες θεωρητικές και πολιτικές προκλήσεις εξαιρετικά αναβαθμισμένες. Μια τέτοια ευκαιρία αναμέτρησης δόθηκε σε πρόσφατο συνέδριο της Διεθνούς Κοινότητας Χέρμπερτ Μαρκούζε στη Φιλαδέλφεια. Όταν στις αρχές του 2011 ανακοινώθηκε η διοργάνωση του συνεδρίου «Κριτικές αρνήσεις – Critical Refusals» στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια (Πενν) στις 27 – 29 Οκτωβρίου, κανείς δε μπορούσε να φανταστεί με τι θα συνέπιπτε. Το μότο του συνεδρίου ήταν η ρήση της Άντζελα Ντέιβις: «Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε μου έμαθε ότι είναι δυνατό να είσαι την ίδια στιγμή ακαδημαϊκός και ακτιβιστής, ερευνητής και επαναστάτης». Στόχος, η προώθηση της κριτικής σκέψης, των απελευθερωτικών ιδεών και των νέων κινημάτων χειραφέτησης σαν απάντηση στην κρίση και τη λιτότητα. Πώς θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο από τους κοινωνικούς τριγμούς της άλλης Αμερικής, αλλά κι όλου του πλανήτη;

 ΚΩΣΤΑΣ ΦΟΥΡΙΚΟΣ

Όταν στις 17 του Σεπτέμβρη, λιγότερα από 200 άτομα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα ακτιβίστικων αντικαναλωτικών ομάδων όπως οι Adbusters, καταλαμβάνοντας το Πάρκο Ζουκότι (ή αλλιώς πάρκο Ελευθερίας όπως ήταν η παλιότερη ονομασία του, που αποκαταστάθηκε από τους διαδηλωτές), στην καρδιά του Μανχάταν και λίγα μόλις μέτρα από το “σημείο μηδέν” της κατάρρευσης των δίδυμων πύργων και τον ιερό τόπο της Γουόλ Στριτ, κανείς -και μάλλον ούτε και οι ίδιοι- δε θα περίμεναν το αποτέλεσμα και την εξάπλωση που θα είχε αυτή τους η ενέργεια λίγο μόνο διάστημα μετά. Παρότι κανείς δε μπορούσε να εγγυηθεί αρχικά για την περαιτέρω επιτυχία του, το “Occupy” κατάφερνε να συγκροτήσει με το ξέσπασμά του ένα αισιόδοξο συνεχές μιας νέας «άνοιξης των λαών» σε παγκόσμιο επίπεδο.

Σήμερα μπορούμε πλέον να μιλάμε για μια εξάπλωση του κινήματος Occupy, που περιλαμβάνει καταλήψεις πάρκων και άλλων χώρων σε πάνω από 100 πόλεις σε όλο το εύρος των ΗΠΑ, δεκάδες διαδηλώσεις και πορείες, πολλές από τις οποίες χαρακτηρίστηκαν από πρωτοφανή μαζικότητα για τα εκεί δεδομένα, υπαρκτή πλέον σύνδεση με κομμάτι των συνδικάτων, καθημερινές διαδικασίες συνελευσιακού χαρακτήρα, δεκάδες συλλήψεις και δικαστήρια μελών του κινήματος, ένταση της καταστολής και τραυματισμούς διαδηλωτών (με κάποιους από αυτούς ιδιαίτερα σοβαρούς), ακόμη και κάλεσμα σε απεργία που έλαβε χώρα στο Όκλαντ ως απάντηση στο βίαιο χτύπημα της αστυνομίας, στο οποίο ανταποκρίθηκαν τρία μεγάλα συνδικάτα της πόλης (των εκπαιδευτικών και των λιμενεργατών). Το κυριότερο που έχει καταφέρει είναι να εισβάλει στο πεδίο της δημόσιας συζήτησης στις ΗΠΑ. Δεν υπάρχει πολιτικός χώρος ή πρόσωπο, δημοσιογράφος ή διανοούμενος που να μην νιώθει πλέον την ανάγκη να πάρει θέση για αυτό το αξιοπερίεργο γεγονός, που θυμίζει τις περιπετειώδεις δεκαετίες των 60’s και 70’s.

Όταν μαζί και με άλλους συντρόφους από την Ελλάδα παραβρεθήκαμε από κοντά σε ένα κομμάτι αυτής της πραγματικότητας, στις κατειλημμένες πλατείες της Φιλαδέλφειας και της Νέας Υόρκης, προσπαθήσαμε να αντιληφθούμε μάλλον λίγο καλύτερα και αμεσότερα τη σημασία που έχει σήμερα όλη αυτή η διαδικασία για το νέο αμερικάνικο ριζοσπαστισμό. Τι πραγματική δυναμική, τι συγκρότηση, τι εσωτερικές συζητήσεις λαμβάνουν χώρα εντός αυτής της κατάστασης; Χωρίς σιγουριά και φιλοδοξία πλήρους και αλάνθαστης εποπτείας επί της κατάστασης, αυτό το άρθρο επιχειρεί να μεταδώσει όσο το δυνατόν καλύτερα μια τέτοια πιο άμεση ματιά σε ότι συμβαίνει στην καρδιά του κτήνους.

Όσον αφορά κατ’ αρχήν τη μαζικότητα αλλά και την αποδοχή που συναντά το Occupy στην αμερικάνικη κοινωνία, σαφώς η βέργα γέρνει προς την αποδοχή, χωρίς αντίστοιχη αναλογία με τη μαζικότητα. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό το γεγονός, ότι μιας τέτοιας έκτασης κινητοποίηση μπορεί να δημιουργεί τέτοια αναστάτωση στους κυρίαρχους κύκλους των ΗΠΑ, να σπάει αρκετά γρήγορα το τείχος σιωπής που επιχείρησαν αρχικά να στήσουν απέναντί του τα ΜΜΕ και να συγκεντρώνει σχεδόν πλειοψηφικά τα θετικά σχόλια της αμερικάνικης κοινωνίας. Σε αυτή τη βάση άξια προσοχής είναι και η ανθεκτικότητα και η επιμονή που επιδεικνύεται από τους συμμετέχοντες που παρά την καταστολή και τις μη ευνοϊκές καιρικές συνθήκες παραμένουν ενθουσιώδεις κατασκηνωτές και καταληψίες με τη βοήθεια και τη χρήση σκηνών, sleeping bags, συλλογικών συσσιτίων, πρόχειρα οργανωμένων βιβλιοθηκών, διαρκών μουσικών και πολιτιστικών δρώμενων και συζητήσεων με την παλιά χίπικη κουλτούρα να κάνει μια κάποια επανεμφάνιση. Η αντίθεση που προκαλεί αυτή η εικόνα λίγα μέτρα από το διεθνή ναό του χρήματος και τους πελώριους ουρανοξύστες έχει από μονή της μεγάλη αξία που οι διοργανωτές δείχνουν να καταλαβαίνουν θέλοντας να προβάλλουν άλλα πρότυπα ζωής απέναντι στον καταναλωτισμό και τον ατομικισμό. Ίσως έτσι καταφέρνουν να συγκροτούν και κάποιες πλευρές αυτής της κοινωνικής αποδοχής, αφού γίνονται σημείο προσοχής και συνάντησης, όπου πέρα από τους «πεισμένους», περνάει καθημερινά πλήθος κόσμου που παρότι δεν επιλέγει να μένει εκεί, θέλει να ενημερώνεται, να συζητάει, να συμμετέχει. Τέλος όσον αφορά την καθημερινή ζωή του occupy δε μπορεί να παραλειφθούν οι υλικοί δεσμοί που έχει συνάψει με τους αφανείς άθλιους των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων, τους άστεγους, τους άπορους, τους άνεργους, τους αποκλεισμένους διαφόρων επιπέδων, στους οποίους έστω και παροδικά και χωρίς πολλά πολλά λόγια, φαίνεται να παράσχει πιο ανθρώπινους και συλλογικούς όρους επιβίωσης.

Στη συνέχεια και στα βασικά στοιχεία που συγκροτούν σήμερα τον τρόπο που το Occupy αυτοπροσδιορίζεται, αξίζει να σταθούμε στο περιβόητο “we are the ninety nine per cent (99%)” («είμαστε το 99%», της κοινωνίας). Με αυτό το σύνθημα οι συμμετέχοντες στο occupy επιδιώκουν να δώσουν μια κοινωνική αντιστοίχηση αυτού που κάνουν, τραβώντας μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο 1% της οικονομικής ελίτ των ΗΠΑ (τραπεζίτες, επιχειρηματίες κλπ) και στο υπόλοιπο κομμάτι εργαζόμενων, ανέργων, μικροκαταστηματαρχών κλπ. Στο συγκεκριμένο σημείο, του τρόπου με τον οποίο ερμηνεύεται το «αντίπαλο 1%», φανερώνεται ίσως και ένα πρώτο σταυροδρόμι της συζήτησης και της μέχρι τώρα φυσιογνωμίας του κινήματος. Όσο σημαντικό δηλαδή είναι ότι το κίνημα επιδιώκει να προσδιοριστεί στη βάση των οικονομικών αντιθέσεων που ο καπιταλισμός εμπεριέχει και η ίδια του η κρίση επιδεινώνει, τόσο ανοιχτό είναι το ζήτημα του να μπει στο στόχαστρο ο ίδιος ο καπιταλισμός και όχι μόνο οι πιο προκλητικοί εκπρόσωποί του (πολυεθνικές και τραπεζικοί κολοσσοί).

Όταν ξεκινάει η συζήτηση για την πολιτική και τα υπάρχοντα κόμματα των ΗΠΑ τα ζητήματα είναι ακόμη πιο ανοιχτά. Από τη μία ο πολιτικός χρωματισμός του Occupy είναι σαφώς διαχωρισμένος και επιθετικός προς τους Ρεπουμπλικάνους και ιδιαιτέρως στο ακροδεξιό Tea party που δραστηριοποιείται εντός τους. Όσον αφορά τους Δημοκρατικούς και τον Ομπάμα, ένα μεγάλο κομμάτι του Occupy φαίνεται σίγουρα απογοητευμένο αλλά και αδύναμο σήμερα να απεγκλωβιστεί από την επιρροή τους. Αυτό το στοιχείο έχει να κάνει με μια σειρά χαρακτηριστικών με τα οποία έχει συγκροτηθεί και θωρακιστεί η πολιτική συζήτηση στις ΗΠΑ ένα μεγάλο προηγούμενο διάστημα. Όσον αφορά τον Ομπάμα ειδικά, υπάρχουν συγκεκριμένα γεγονότα που ενισχύουν μια τέτοια κουβέντα. Η απόρριψη από το Κογκρέσο -με ψήφους και Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων- των νομοθετικών αλλαγών για την υγεία μετριοπαθούς φιλολαϊκού χαρακτήρα και η λυσσαλέα επίθεση που διεξάγεται ακόμη στον Ομπάμα από ακροδεξιούς κύκλους, όπως του Tea Party, που τον χαρακτηρίζουν ως σοσιαλιστή, καταφέρνουν να συγκροτούν ακόμη μια ρευστή αντίληψη ότι «ο πρόεδρος μας απογοητεύει αλλά δεν τον αφήνουν και να κάνει αυτό που θέλει». Τέλος τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με τη σχετική εικόνα διάλυσης της Αριστεράς το προηγούμενο διάστημα και της αποτυχίας των εκλογικών κατεβασμάτων των Πρασίνων (ειδικά στις τελευταίες εκλογές υπό το βάρος της κρισιμότητας του να βγει ο Ομπάμα) φαίνεται να συγκροτούν μία πολύ πιο δύσκολη και διαφορετική συζήτηση, εντός της οποίας, η αυτοτελής πολιτική συγκρότηση της Αριστεράς δείχνει να έχει πολύ δρόμο μπροστά της.

Στη βάση των παραπάνω, η συζήτηση για την προοπτική ενός τέτοιου κινήματος, αποτελεί όντως ένα ανοιχτό πεδίο δυνατοτήτων και διαφορετικών προσεγγίσεων, που ήδη υπάρχουν εντός των συζητήσεών του. Στο ερώτημα της επόμενης μέρας δίνονται διάφορες απαντήσεις. Ένα κομμάτι αρκείται να διατυπώσει με μαχητικότητα και ενθουσιασμό την ανάγκη το κίνημα να αντέξει, να συνεχίσει και να παραμένει στις πλατείες και τα πάρκα. Για αρκετούς είναι πιο πιθανό να μπαίνει το ζήτημα της επανάστασης στη συζήτηση, παρά να αρνηθούν την επικείμενη στήριξη στον Ομπάμα στις επόμενες εκλογές ή να στρατευτούν σε μία διαδικασία που στα «αριστερά ελληνικά» θα μπορούσε να διατυπωθεί ως αυτοτελής πολιτική συγκρότηση του κινήματος από Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς ή σύνδεσή του με μια προσπάθεια αυτοτελούς συγκρότησης μιας νέας Αριστεράς εντός της αμερικάνικης κοινωνίας. Άλλοι φαίνεται να προσπαθούν να περπατήσουν σε πιο θεσμικούς δρόμους και να συνδέσουν τις επόμενες διεκδικήσεις του Occupy με την υπεράσπιση του συντάγματος των ΗΠΑ και άλλοι τέλος το βλέπουν σαν δυνατότητα απάντησης στην ακροδεξιά πίεση που φαίνεται να δέχεται ο Ομπάμα και ταυτόχρονης στήριξης – «αριστερής» πίεσης σε αυτόν για να προωθήσει όλα όσα είχε υποσχεθεί και μέχρι τώρα δεν έπραξε.

Εν τέλει το κίνημα του occupy, θα τολμούσαμε να πούμε, παρόλο που χαίρει μιας αυξανόμενης υποστήριξης σημαντικού τμήματος της αμερικάνικης κοινωνίας σήμερα, συνιστά μία διόλου ευκαταφρόνητη πολιτική συνάντηση τμημάτων αριστερού και οικολογικού ριζοσπαστισμού, ακτιβισμού, με πλευρές της ένδοξης ιστορίας των αμερικάνικων αγώνων που για πολλά χρόνια έμεναν στην αφάνεια: το μαύρο κίνημα, ο φεμινισμός η κουλτούρα των hippies, οι πιο μαχητικές όψεις των εργατικών αγώνων βρίσκουν ένα καινούριο σημείο συνάντησης και συγκροτούν ένα ιδιαίτερα πρωτότυπο και ενδιαφέρον εργαστήρι. Και όλα αυτά τη στιγμή που η περαιτέρω μαζικοποίησή του προκαλεί ευχάριστους πονοκεφάλους στους υποστηρικτές του. Όπως το θέτει επιτυχημένα ο Ιμάνουελ Βάλερστάιν σε πρόσφατο άρθρο του: «το πρόβλημα εδώ είναι, όπως πάντα, πώς να αποφύγει (το κίνημα) την Σκύλλα του να γίνει μια σφικτή αίρεση η οποία θα χάσει διότι είναι πάρα πολύ περιορισμένη, και την Χάρυβδη, του να μην έχει πια πολιτική συνοχή, διότι είναι υπερβολικά ευρύ. Δεν υπάρχει απλή φόρμουλα για το πώς να καταφέρεις να αποφύγεις τα δυο άκρα. Είναι δύσκολο.» Είναι όντως δύσκολο αλλά είναι και τόσο αισιόδοξο και όμορφο θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε. Γιατί το γνωστό και συμπαθέστατο φάντασμα σήμερα φαίνεται να μη σουλατσάρει μόνο πάνω απ’ τη γηραιά ήπειρο. Όχι πια…

 

Όταν το κίνημα κάνει κατάληψη και στις θεωρητικές αναζητήσεις

Ε. Γαϊτάνου, Κ. Γούσης, Γ. Καλαμπόκας, Κ. Φουρίκος

Η ιδιαιτερότητα του φετινού συνεδρίου στη Φιλαδέλφεια έγινε φανερή από την πρώτη στιγμή, καθώς όσοι φοιτητές βοηθούσαν στη διοργάνωση του συνεδρίου είχαν ταυτόχρονα την ιδιότητα των πλέον ενεργών στο Occupy κίνημα. Ο διεθνής χαρακτήρας των συμμετοχών και η συνεύρεση μαρξιστών από διαφορετικές παραδόσεις (πολύ πέρα από τον κύκλο επιρροής του Μαρκούζε), ακτιβιστών και καλλιτεχνών έδωσαν ένα πρωτότυπο χαρακτήρα στα όρια μεταξύ θεωρίας και πράξης. Ανάμεσα στους θεωρητικούς ξεχωρίζουν οι Λ. Πάνιτς, Ά. Καλίνικος, Ν. Πάουερ, Π. Μαρκούζε, Σ. Αρόνοβιτς, Μ. Φάιν, Α. Φαρ, Ντ. Κέλνερ κ.α. Το συνέδριο προσανατολίστηκε στις προοπτικές, αλλά και το ευρύτερο πλαίσιο ανάδυσης των κινημάτων την περίοδο της κρίσης και πιο συγκεκριμένα του Occupy.

Στο επίκεντρο βρέθηκε ο προβληματισμός γύρω από τον αυτοπροσδιορισμό «είμαστε το 99%». Ο Πίτερ Μαρκούζε παραφράζοντας το γνωστό «τάξη καθ’ εαυτή» και «τάξη δι’ εαυτή», τόνισε ότι το ανοικτό στοίχημα είναι το «99% καθ’ εαυτό» να μετασχηματιστεί σε «99% δι’ εαυτό» συμπληρώνοντας ότι πρέπει να προσδιορίσουμε το περιεχόμενο της βαθιάς δυσαρέσκειας και να καθορίσουμε με ποιους συμμαχούμε ενάντια σε ποιους: «Να καταλάβουμε τη Γουόλ Στριτ για να κάνουμε όμως τι; Για να αλλάξουμε αυτούς που σήμερα τη διαχειρίζονται με κάποιους άλλους ή για να απαλλαγούμε απ’ αυτή και πώς;». Συνολικά, οι τοποθετήσεις δεν περιορίστηκαν σε ενθουσιώδεις αναφορές αλλά προώθησαν τον κριτικό θεωρητικό αναστοχασμό, που όπως ανέφερε ο Σ. Αρόνοβιτς «είναι αυτό που λείπει σε μια εποχή που ξεσπούν νέα κινήματα σε όλο τον κόσμο, αλλά οι διανοούμενοι είναι πιο λίγοι και πιο ανεπαρκείς».

Αναμφίβολα, από τις πιο σημαντικές στιγμές του συνεδρίου ήταν η κεντρική ομιλία της Α. Ντέιβις και η πορεία που ακολούθησε. Μαθήτρια του Μαρκούζε, μέλος των Μαύρων Πανθήρων, για χρόνια στέλεχος του ΚΚ ΗΠΑ, βρέθηκε στη λίστα των δέκα πιο καταζητούμενων προσώπων του FBI, φυλακίστηκε το ’70 και πρωταγωνιστεί μέχρι σήμερα στον αγώνα για τα δικαιώματα των κρατουμένων και στο πεδίο της κριτικής θεωρίας. Μίλησε σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο, όπου η έντονη παρουσία κόσμου από τις κοινότητες μαύρων – για τους οποίους η Ντέιβις αποτελεί σύμβολο – έδινε άρωμα άλλης εποχής. Με αφετηρία το Μαρκούζε, το Ρούντι Ντούτσκε, τη «μακρά πορεία μέσα από τους θεσμούς» και το ριζοσπαστικό ακτιβισμό, η ομιλία της αλλά και οι ερωτήσεις του κόσμου ανέδειξαν τα αγωνιώδη ερωτήματα του Occupy. Με αναφορές στον Αμπού Μουμία Τζαμάλ αλλά και στο Όκλαντ (όπου ζει η Ντέιβις) που ξεσήκωσαν το ακροατήριο, κάλεσε για ένα 99% χωρίς αποκλεισμούς με βάση το χρώμα, το φύλο ή τη σεξουαλική επιλογή, για μια νέα πιο σύνθετη ενότητα, που αναγνωρίζει και αναδεικνύει τη διαφορά, χωρίς να τη θεωρεί εμπόδιο. «Πρέπει να χτίσουμε μια νέα συμμαχία. Δεν έχει μείνει κανείς για να του απευθύνουμε αιτήματα. Είμαστε εμείς αυτοί που περιμέναμε και πρέπει να δημιουργήσουμε αυτό που ζητάμε».

Πριν την ομιλία ξεχώρισε ο περήφανος χαιρετισμός του καθηγητή στο Πενν και διοργανωτή του συνεδρίου Α. Λάμας: «Καλωσορίζοντάς σας στο Πενν βρίσκομαι ήδη μπροστά σε μια αντίφαση, καθώς το Πενν είναι το πανεπιστήμιο που εκμεταλλεύεται και καταστρέφει τις ζωές αυτών που εργάζονται σ’ αυτό και όσων κατοικούν στις γύρω γειτονιές κι έχουν εκδιωχθεί βίαια. Γι’ αυτό λοιπόν δε θα σας καλωσορίσω στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια». Μετά δε από την ομιλία ξεχώρισε η μετατροπή της σε πορεία προς το Occupy Philly! Η πορεία στο δρόμο κατέληξε σε μεγάλη διαδήλωση και η Α. Ντέιβις μίλησε ξανά στους συγκεντρωμένους στο χώρο της κατάληψης με τη φωνή της να φτάνει παντού με το «ανθρώπινο μικρόφωνο».

Από τα υπόλοιπα πάνελ αξίζει να σταθούμε στις θεματικές για το σύγχρονο προλεταριάτο, το χτίσιμο του εργατικού κινήματος στις νέες συνθήκες και μια ταξική ανάλυση των νέων κοινωνικών κινημάτων, που ομολογουμένως δε θα περίμενε κάποιος καχύποπτος απέναντι σε ένα συνέδριο για το Χ. Μαρκούζε. Οι τοποθετήσεις των Καλίνικος, Πάνιτς κ.α. για το αν το occupy είναι μια μορφή ταξικής πάλης, ακολουθούνταν από εμπειρίες συνδικαλιστών από συνδικάτα των ΗΠΑ, αγωνιστριών από το MST (Κίνημα αγροτών χωρίς γη) Βραζιλίας, συμπεράσματα από το Workers Assembly – νέο αντικαπιταλιστικό εγχείρημα στον Καναδά με ιδιαίτερη συμμετοχή στο Occupy Τορόντο ή εικόνες που μετέφερε ο Άλφι Μέντοους (είχε τραυματιστεί πολύ σοβαρά στις περσινές διαδηλώσεις) από το φοιτητικό κίνημα και την εξέγερση στην Αγγλία.

Είχαμε την τύχη να βρεθούμε στο συνέδριο έπειτα από πρόσκληση στα πλαίσια των μεταπτυχιακών μας σπουδών στις πολιτικές επιστήμες, αλλά εκ των πραγμάτων η πολιτική και κοινωνική μας ταυτότητα κυριάρχησε, καθώς το ενδιαφέρον για την Ελλάδα ήταν παραπάνω από έκδηλο. Κι αν κάτι ξεχώρισε από τα δεκάδες μηνύματα αλληλεγγύης που κληθήκαμε να μεταφέρουμε στον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό, αυτό είναι ένα παλιό σύνθημα του Μάη του ’68 με την επισήμανση του Λ. Πάνιτς να το αντιστρέψουμε κιόλας για να μη μείνει το ελληνικό κίνημα απομονωμένο στις επερχόμενες μεγάλες αναταραχές. Όλος ο κόσμος μας κοιτά! Κι εμείς κοιτάμε όλο τον κόσμο. Θα νικήσουμε! (δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ 15/11/2011)

 

 

Σχολιάστε